- συναπόφασις
- -άσεως, ἡ, Α1. η από κοινού άρνηση2. άρνηση που ισχύει για πολλούς συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀπόφασις «άρνηση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναπόφασις — a combined denial fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφάσεις — συναπόφασις a combined denial fem nom/voc pl (attic epic) συναπόφασις a combined denial fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπόφασιν — συναπόφασις a combined denial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)